ὑποστάθμης

ὑποστάθμης
ὑποστάθμη
foundation
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • καραπουτάνα — η πόρνη τής κατώτερης ηθικής υποστάθμης, ασελγής γυναίκα χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καρα * (εδώ με επιτ. σημ.) + πουτάνα < ιταλ. puttana] …   Dictionary of Greek

  • οινολάσπη — η ονομασία τής υποστάθμης που παραμένει στον πυθμένα τών οινοδοχείων μετά το τέλος τής ζύμωσης τού μούστου και την μετάγγιση τού κρασιού, το ίζημα, το κατακάθι τού κρασιού …   Dictionary of Greek

  • παμπόρνη — παμπόρνη, ἡ (Μ) πόρνη κατώτατης υποστάθμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πόρνη] …   Dictionary of Greek

  • σεντίνα — η, Ν 1. ναυτ. α) το εσωτερικό κατώτερο μέρος τού σκάφους, από την καρίνα μέχρι το χαμηλότερο δάπεδο, μέσα στο οποίο συγκεντρώνονται τα νερά που προέρχονται από τη διαρροή και την εφίδρωση τού σκάφους, καθώς και τα νερά και τα υγρά διαρροής από το …   Dictionary of Greek

  • σταθεροποιητικός — ή, ό, Ν [σταθεροποιητής] 1. αυτός που συμβάλλει στην επίτευξη σταθερότητας (α. «σταθεροποιητικά μέτρα για την οικονομία» β. «σταθεροποιητικός ο ρόλος τής χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή μας») 2. το ουδ. ως ουσ. το σταθεροποιητικό αστρον. ουσία η… …   Dictionary of Greek

  • υποστάθμη — η / ὑποστάθμη, ΝΑ τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα τού δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι νεοελλ. 1. φυσ. χημ. η υποστιβάδα 2. φρ. «άνθρωπος τής κατώτερης [ή τής τελευταίας] υποστάθμης»… …   Dictionary of Greek

  • χαμούρα — η, Ν 1. γυναίκα κατώτατης ηθικής υποστάθμης 2. (ιδιωμ.) ερωμένη 3. υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. camura, θηλ. τού σπάνιου επιθ. camur «καμπύλος»] …   Dictionary of Greek

  • χασισοπότης — ο, Ν 1. άτομο που καπνίζει χασίς, χασικλής 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος κατώτατης ηθικής υποστάθμης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς + πότης (πρβλ. καφε πότης, κρασο πότης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. χασισοπόται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • υποστάθμη — η 1. τα αδιάλυτα συστατικά υγρού που κατασταλάζουν στον πάτο του δοχείου του, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθι, μούργα. 2. μτφ., χαμηλό ηθικό ποιόν: Άνθρωπος της τελευταίας υποστάθμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”